Η επανεξέταση των καταλογιστικών πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης
Γιώργος Α. Κορομηλάς
Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Στο άρθρο 63 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (N.4174/2013) προβλέπεται ότι, ο φορολογούμενος εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση (π.χ. πράξη επιβολής προστίμου, πράξη διοικητικού προσδιορισμού οποιουδήποτε φόρου κ.λπ.), έχει την υποχρέωση να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης αυτής στο πλαίσιο ειδικής διοικητικής διαδικασίας από την υπηρεσία εσωτερικής επανεξέτασης (Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών) της Φορολογικής Διοίκησης. Η αίτηση του φορολογούμενου, στην οποία πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά οι λόγοι και να συνυποβάλλονται τα έγγραφα στα οποία βασίζεται το αίτημα επανεξέτασης, υποβάλλεται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε η πράξη, στη φορολογική αρχή που την έχει εκδόσει η οποία με τη σειρά της τη διαβιβάζει στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών για να εξετασθεί.
Εννοιολογικά η ενδικοφανής προσφυγή είναι η υποχρεωτική προσφυγή ενώπιον των Διοικητικών Αρχών που έχουν εκδόσει μια καταλογιστική πράξη, εφόσον ο πολίτης την αμφισβητεί και η οποία προσομοιάζει με ένδικο μέσο. Ουσιαστικά είναι το μέσο το οποίο επιτρέπει το δευτεροβάθμιο έλεγχο της υπόθεσης από την ίδια τη Διοικητική Αρχή συνεπώς είναι ένα υποχρεωτικό προστάδιο της διοικητικής δίκης διότι θεωρείται απαράδεκτη η άσκηση προσφυγής απευθείας στα Διοικητικά Δικαστήρια, εάν προηγουμένως δεν έχει εξαντληθεί η διαδικασία της ενδικοφανούς προσφυγής. Τονίζεται ότι ως ένας μηχανισμός εξωδικαστικής επίλυσης μιας φορολογικής διαφοράς λειτουργεί όχι σαν ένα στάδιο προετοιμασίας της δικαστικής προσφυγής αλλά σαν εργαλείο που θα τροποποιήσει ή θα ακυρώσει μια καταλογιστική πράξη εφόσον κριθούν επαρκείς οι ισχυρισμοί του φορολογούμενου. Ουσιαστικά η Φορολογική Διοίκηση αυτοελέγχεται, παρέχοντας την απαραίτητη προστασία στον φορολογούμενο και συμβάλλοντας στην αποσυμφόρηση των Διοικητικών Δικαστηρίων, επειδή η ίδια έχει τη μέγιστη δυνατότητα επέμβασης στις καταλογιστικές πράξεις που η ίδια έχει εκδόσει, διορθώνοντας τις πλημμέλειες αυτών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να καταστεί γνωστό ότι, οι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εφαρμόζουν τους σχετικούς με τις υποθέσεις Νόμους της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα, τις Αποφάσεις των αρμοδίων Υπουργών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., τις σχετικές εγκυκλίους εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και συμμορφώνονται με τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Ειδικά τα έτη 2017 και 2018 εκδόθηκαν αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με τις οποίες δικαιώθηκαν οι φορολογούμενοι που είχαν προσφύγει σε θέματα που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου και την έννοια των νέων (συμπληρωματικών) στοιχείων. Στη συνέχεια και άλλοι φορολογούμενοι οι οποίοι είχαν υποβάλλει ενδικοφανή προσφυγή με ισχυρισμούς περί παραγραφής ή περί λανθασμένης ερμηνείας της διάταξης για τα νέα στοιχεία, κ.λπ. δικαιώθηκαν από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών βάσει των ανωτέρω τελεσίδικων αποφάσεων του ΣτΕ, κάτι που «πείραξε» κάποιους κατευθυνόμενους κονδυλοφόρους οι οποίοι έχυναν μαύρο δάκρυ για απώλειες μεγάλων χρηματικών ποσών εξαιτίας των αποφάσεων, αφήνοντας παράλληλα λασποειδείς αιχμές εις βάρος των υπαλλήλων. Επισημαίνεται στους ανωτέρω αυτόκλητους «προστάτες» των δημοσίων εσόδων ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 95 του Συντάγματος η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις και παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο όπως νόμος ορίζει. Επίσης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 50 του Π.Δ.18/1989 οι Διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3068/2002 το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια αυτή είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει.
Η όλη διαδικασία, ως ισχύει σήμερα για την επανεξέταση των φορολογικών υποθέσεων, κατά την άποψή μου αλλά και κατά την άποψη της πλειοψηφίας των φοροτεχνικών και των νομικών, λειτουργεί αρκετά καλά και θα μπορούσε να λειτουργήσει ακόμα καλύτερα. Οι υποθέσεις είναι πολλές, η ουσιαστική μελέτη των οποίων απαιτεί περισσότερο χρόνο από τον προβλεπόμενο των 120 ημερών και σαφώς ακόμα μεγαλύτερο αριθμό εξειδικευμένων υπαλλήλων. Κατά την άποψή μου απαιτείται τροποποίηση του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ. με αύξηση της προθεσμίας επανεξέτασης στις 150 ημέρες και ρητή πρόβλεψη ότι στο διάστημα αυτό δεν θα μπορούν να λαμβάνονται μέτρα αναγκαστικής είσπραξης της οφειλής που προέρχεται από τις επανεξεταζόμενες καταλογιστικές πράξεις, ενώ παράλληλα η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών πρέπει να προβεί στην τοποθέτηση και άλλων εξειδικευμένων υπαλλήλων στην Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών. Έτσι θα εξετάζονται ακόμα περισσότερες υποθέσεις, ελάχιστες θα απορρίπτονται λόγω παρέλευσης του χρόνου εξέτασης και θα πάψουν να συσσωρεύονται πολλές υποθέσεις ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων η εκδίκαση των οποίων απαιτεί πολύ μεγάλο χρόνο, με ότι αυτό συνεπάγεται αφενός για τους φορολογούμενους και αφετέρου για τη Φορολογική Διοίκηση.